παραδεισένιος

παραδεισένιος
α, ο, παραδεισένιοςεισιακός, ή , ό[ν] , παραδεισένιοςείσιος, α, ο [ος , ον ] райский, прекрасный;

παραδεισένιοςείσια ομορφιά — изумительная красота;

ζωή παραδεισένιοςείσια — райская жизнь


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "παραδεισένιος" в других словарях:

  • παραδεισένιος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παράδεισο 2. αυτός που μοιάζει με παράδεισο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράδεισος + κατάλ. ένιος (πρβλ. ασημ ένιος)] …   Dictionary of Greek

  • παραδεισένιος, -ια, -ιο — αυτός που αναφέρεται στον παράδεισο, ο πολύ ωραίος ή ευχάριστος, αλλ. παραδεισιακός και παραδείσιος: Κάναμε ζωή παραδεισένια το καλοκαίρι στο νησί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραδεισιακός — ή, ό / παραδεισιακός, ή, όν, ΝΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παράδεισο ή αυτός που μοιάζει με παράδεισο, παραδεισένιος, παραδείσιος. επίρρ... παραδεισιακώς και ά σαν σε παράδεισο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράδεισος + κατάλ. ιακός (πρβλ. μεσ ιακός)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»