- παραδεισένιος
- α, ο, παραδεισένιοςεισιακός, ή , ό[ν] , παραδεισένιοςείσιος, α, ο [ος , ον ] райский, прекрасный;
παραδεισένιοςείσια ομορφιά — изумительная красота;
ζωή παραδεισένιοςείσια — райская жизнь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.